Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τεῖχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τεῖχος, -εος, τό, I. τείχος· ιδίως, μεγάλο τείχος γύρω από πόλη, το τείχος της πόλης, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· τειχέων κιθῶνες, χιτώνες από τείχη, δηλ. πολλά τείχη το ένα μέσα στο άλλο, σε Ηρόδ.· τεῖχος ἐλαύνειν, δέμειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἰκοδομεῖν, σε Ηρόδ.· τεῖχος περιβάλλεσθαι, moenia sibi circumdare, στον ίδ.· επίσης, τεῖχος περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν, στον ίδ.· τεῖχος ῥήξασθαι, προκαλώ ρήγμα στο τείχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στους πεζογράφους, τεῖχος καθαιρεῖν, κατασκάπτειν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. τὰ μακρὰ τείχη στην Αθήνα, τείχη που ένωναν την πόλη με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, τα οποία καλούνταν αντίστοιχα τὸ βόρειον ή Πειραϊκό, και το νότιον ή Φαληρικό τείχος· τεῖχος, τείχη, διαφέρει από το τοῖχος, όπως το Λατ. murus, moenia από το paries, οπως τα τείχη της πόλης από τον τοίχο του σπιτιού· πρβλ. τειχίον. II. οποιοσδήποτε οχυρωμένος τόπος, κάστρο, φρούριο, σε Ηρόδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο φρούριο ή μεμονωμένες οχυρώσεις, στον ίδ. III. οχυρωμένη πόλη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ. (αμφίβ. προέλ.).