Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφάζω (√ΣΦΑΓ), μεταγεν. Αττ. σφάττω· μέλ. σφάξω, αόρ. αʹ ἔσφαξαΠαθ., μέλ. βʹ σφᾰγήσομαι, αόρ. βʹ ἐσφάγην [ᾰ], σπανιότερα αόρ. αʹ ἐσφάχθην, παρακ. ἔσφαγμαι· I. σφαγιάζω, ιδίως κόβοντας το λαιμό του θύματος, φονεύω δια σφαγής (βλ. σφαγή II), σε Όμηρ. II. 1. ιδίως σφαγιάζω τα ζώα που πρέπει να προσφερθούν ως θυσία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. γενικά, σκοτώνω, φονεύω, δολοφονώ, που λέχθηκε πρώτα για ανθρώπινα θύματα, σε Πίνδ., Τραγ.· σφάζω τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα, έτσι ώστε το αίμα να ρεύσει μέσα στο αγγείο, σε Ηρόδ.