Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφαγή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφᾰγή, (σφάζω), I. σφαγή, σφαγιασμός, σφάξιμο, θυσία, σε ενικ. και πληθ., σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· αἵματος σφαγή, αίμα που αναβλύζει από τραύμα, σε Αισχύλ.· καθάρμοσον σφαγάς, κλείσε τη χαίνουσα πληγή, το τραύμα που χάσκει ανεπούλωτο, σε Ευρ. II. λαιμός, μέρος όπου πρόκειται να πληγεί με το μαχαίρι το υποψήφιο θύμα (πρβλ. Λατ. jugulum, jugulari), στον πληθ., στον ίδ., Θουκ.