Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στορέννυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στορέννῡμι, συντετμ. στόρνυμι, προστ. στόρνυ· με μετάθεση, στρώννυμι, παρατ. ἐστρώννυον, μέλ. στορέσω, Αττ. στορῶ, επίσης στρώσω· αόρ. ἐστόρεσα, Επικ. στόρεσα, επίσης ἔστρωσα· υπερσ. ἐστρώκεινΜέσ., αόρ. αʹ ἐστορεσάμην, Επικ. στ-, επίσης ἐστρωσάμην· — Παθ., παρακ. ἔστρωμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἔστρωτο (√ΣΤΟΡI. 1. α) απλώνω, στρώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι, λέχος στορέσαι, Λατ. lectum sternere, στρώνω το κρεβάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλίνην ἔστρωσαν, σε Ηρόδ.· απόλ., στρώνω το κρεβάτι, χαμάδις στορέσας, σε Ομήρ. Οδ. β) γενικά, απλώνω, διασπείρω, διαχέω, ἀνθρακιὴν στορέννυμι, σε Ομήρ. Ιλ.· στιβάδας, σε Κ.Δ. 2. α) απλώνω ομοιόμορφα, εξομαλύνω, πόντον στορέννυμι, Λατ. sternere aequor, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, στορέσας ὀργήν, σε Αισχύλ. β) φέρνω στο έδαφος, ξαπλώνω, καταρρίπτω ένα δέντρο, σε Ανθ.· μεταφ., λῆμα στορέννυμι, σε Ευρ.· φρόνημα, σε Θουκ. 3. ὁδὸν στορέννυμι, στρώνω με πλάκες έναν δρόμο, Λατ. viam sternere — Παθ., ἐστρωμένη ὁδός, σε Ηρόδ. II. διασπείρω ή στρώνω με κάτι, μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν, στον ίδ.Παθ., λέγεται για δωμάτιο, είμαι στρωμένος, έχω στρώματα, έπιπλα, είμαι εξολοκλήρου ή πλήρως επιπλωμένος, σε Κ.Δ.· πρβλ. στρῶμα.