Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στρῶμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στρῶμα, -ατος, τό (στρώννυμι), 1. οτιδήποτε εκτείνεται, απλώνεται, στρώνεται προκειμένου κάποιος να ξαπλώσει ή να καθήσει πάνω του, στρωσίδι, στρώμα, κρεβάτι, Λατ. stragulum, vestis stragula, σε Θέογν.· στον πληθ., σκεπάσματα κρεβατιού, υφάσματα που έστρωναν στα ανάκλιντρα όπου έπρεπε να δειπνήσουν, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. σαμάρι αλόγου, επίσαγμα, σε Ξεν.