Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στεροπή"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
στεροπή, , όπως το ἀστεροπή, ἀστραπή, η λάμψη της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, λάμψη, αστραπή, ακτινοβολία, στιλπνότητα, σε Όμηρ.
στεροπ-ηγερέτα, , Επικ. αντί στεροπηγερέτης, είτε (από ἀγείρω, πρβλ. νεφεληγερέτα), αυτός που συναθροίζει, συνάζει την αστραπή, είτε (από ἐγείρω), αυτός που εγείρει, που προκαλεί την αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.
Στερόπης, -ου, , Στερόπης, Αστράπτων, όνομα ενός από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.