LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεφεληγερέτα"
- νεφελ-ηγερέτᾰ, ὁ (ἀγείρω), Επικ. αντί -της, μόνο στην ονομ. και την Επικ. γεν. νεφεληγερέταο, αυτός που συγκεντρώνει, που καθοδηγεί τα σύννεφα, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ.