Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στήλη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στήλη, Δωρ. στάλα, (στέλλω;), I. ογκώδης λίθος, ογκόλιθος που χρησιμεύει ως στήριγμα ή αντέρεισμα τοίχου, αντιτείχισμα, αντιστήριγμα, σε Ομήρ. Ιλ.· όγκος από βραχώδη κρύσταλλο, μέσα στο οποίο οι Αιγύπτιοι έθαβαν τις μούμιες, σε Ηρόδ. II. ογκόλιθος ή λίθινη πλάκα που έφερε επιγραφή· ομοίως, 1. επιτύμβιος λίθος, σε Όμηρ., Αττ. 2. ογκόλιθος ή λίθινη πλάκα που έφερε επιγραφές, όπου καταγράφονταν πολεμικές νίκες, αναθήματα, συνθήκες, ψηφίσματα κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.· γράφειν τινὰ εἰς στήλην, ἀναγράφειν ἐν στήλῃ, είτε για να αποδώσει τιμή είτε για να επιφέρει ατίμωση, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, το αναγραφόμενο γεγονός καθ' εαυτό, συμβόλαιο, συμφωνία· κατὰ τὴν στήλην, σύμφωνα με όσα προβλέπει η συμφωνία, σε Αριστοφ.· στῆλαι αἱ πρὸς Θηβαίους, σε Δημ. 3. στύλος που καθιστά εμφανές το όριο, το σύνορο, σε Ξεν.· λίθος που βρισκόταν στο τέλος του σταδίου, εκεί όπου οι δρομείς έπρεπε να στρίψουν, Λατ. meta, σε Σοφ., Ξεν. 4. για το Στῆλαι Ἡρακλήϊαι, βλ. Ἡράκλειος.