LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἡράκλειος"
- Ἡράκλειος, -α, -ον και -ος, -ον, Επικ. -ήειος, Ιων. -ήιος, -η, -ον, I. αυτός που ανήκει στον Ηρακλή, Λατ. Herculeus· βίη Ἡρακληείη, δηλ. η ρώμη, η δύναμη του Ηρακλή, ο ρωμαλέος Ηρακλής, σε Όμηρ.· Ἡράκλειαι στῆλαι, οι δύο αντικριστοί βράχοι του Ηρακλή, δηλ. η Κάλπη, το σημερινό Γιβραλτάρ, και η Αβύλη, το σημερινό όρος των Πιθήκων, σε Ηρόδ. II. 1. ως ουσ., Ἡράκλειον, Ιων. -ήιον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηρακλή, το Ηράκλειο, στον ίδ. κ.λπ. 2. Ἡράκλεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηρακλή, σε Αριστοφ.