Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτωχός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτωχός, , -όν και -ός, -όν (πτώσσω), I. αυτός που φοβάται, μαζεύεται ή ζαρώνει, επαίτης, φτωχός (βλ. πτώσσω I. 2), σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· πτωχὸς ἀνήρ, επαίτης, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πτωχή, η ζητιάνα, σε Σοφ., Κ.Δ. II. ως επίθ., ταπεινός, όπως το πτωχικός, σε Σοφ., Κ.Δ.· με γεν., φτωχός σε κάτι, σε Ανθ. 2. συγκρ. πτωχότερος, ανώμ. πτωχίστερος, σε Αριστοφ.· υπερθ. πτωχότατος, σε Ανθ. 3. επίρρ. -χῶς, φτωχικά, ανεπαρκώς, σε Βάβρ.