Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πτώσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πτώσσω, παράλληλος τύπος του πτήσσω, μόνο σε ενεστ.· I. 1. συστέλλομαι ή ζαρώνω από τον φόβο, κυρίως λέγεται για άλογα (πρβλ. πτάξ, πτώξ, πτωκάς), σε Ομήρ. Οδ.· πτώσσουσι καθ' ὕδωρ, πέφτουν από τον φόβο μέσα στο νερό, στο ίδ.· λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ.· πτ. ὑφ' Ἕκτορι, πέφτω τρομαγμένος μπροστά στον Έκτορα, στο ίδ.· ομοίως, εἰς ἐρημίαν πτ., σε Ευρ. 2. προχωρώ συνεσταλμένος ή φοβισμένος, όπως ο επαίτης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. II. με αιτ. προσ., οὐδ' ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, δεν φοβηθήκαμε ο ένας τον άλλο περισσότερο, σε Ομήρ. Ιλ.· ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι; προς τα πού έχουν φύγει εξαιτίας του φόβου τους για μένα; σε Ευρ.