LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρῶτος"
- πρῶτος, -η, -ον, βλ. πρότερος Β.
- πρωτο-στάτης[ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι), I. αυτός που στέκεται στην πρώτη θέση, προς τα δεξιά της πρώτης γραμμής της φάλαγγας, πρόμαχος, σε Θουκ.· αλλά οἱ πρ., άνδρες πρώτης γραμμής, σε Ξεν. II. μεταφ., ο πρώτος ή αρχηγός, σε Κ.Δ.