Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρότερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρότερος και πρῶτος, συγκρ. και υπερθ. από πρόθ. πρό, όπως Λατ. prior, primus από πρόθ. prae.
Α.
Συγκρ. πρότερος, , -ον, I. λέγεται για τόπο, πρόσθιος, μπροστινός, σε Ομήρ. Ιλ.· πόδες πρ., στα μπροστινά πόδια, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. λέγεται για χρόνο, προηγούμενος, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ πρότεροι, οι άνθρωποι του παλιού καιρού, σε Ομήρ. Ιλ.· προτέρης γενεῇς, στο ίδ.· αλλά, πρότεροι παῖδες, από τον πρώτο ή τον προηγούμενο γάμο, σε Ομήρ. Οδ.· τῇ προτέρῃ (ενν. ἡμέρᾳ), την προηγούμενη ημέρα, Λατ. pridie, στο ίδ.· ὁ πρότερος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος Διονύσιος, σε Ξεν.· το επίθ. χρησιμ. συχνά αντί του επιρρ., ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργεν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ως συγκρ., με γεν., στο ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης ακολουθ. από , τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ κρητῆρα (ἐληΐσαντο), σε Ηρόδ. III. χρησιμ. για κοινωνική τάξη, αξία, και γενικά για τιμή, πρώτος, ανώτερος, υπέρτερος, σε Δημ.· πρ. τινος πρός τι, ανώτερος από κάποιον σε κάτι, σε Πλάτ. IV.μετά τον Όμηρο, ουδ. πρότερον ως επίρρ., πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὀλίγον πρότερον, σε Πλάτ.· με γεν., ὀλίγῳ τι πρότερος τούτων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κυρίως ακολουθ. από το , στον ίδ., Αττ.· επίσης ακολουθ. από τα πρίν, πρὶν ἄν, πρὶν ἤ, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. επίσης με το άρθρο, τὸ πρότερον τῶν ἀνδρῶν τούτων, σε Ηρόδ.· ως επίρρ., συχνά ανάμεσα σε άρθρ. και ουσ., π.χ. ὁ πρότερον βασιλεύς, στον ίδ. Β. Υπερθ. πρῶτος, , -ον, συνηρ. από *πρόατος, Δωρ. πρᾶτος· I. 1. ως επίθ., ο πρώτος, χρησιμεύει ως τακτικό αριθμητικό του εἷς, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για τόπο, αυτός που βρίσκεται στην πρώτη σειρά, επικεφαλής, ἐνὶ πρώτοισι ή μετὰ πρώτοισι μόνο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, στο μπροστινό μέρος του, στο ίδ.· πρώτῃσι θύρῃσι, στις πρώτες ή στις εξωτερικές πόρτες, στο ίδ. 3. λέγεται για χρόνο, πρὸς πρώτην ἕω, στην αρχή της αυγής, το χάραμα, σε Σοφ. 4. λέγεται για τάξη, σειρά, πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων, σε Ηρόδ.· τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερῶν, στον ίδ.· ἐν πρώτοις, ανάμεσα στους πρώτους, έπειτα όπως το Λατ. imprimis, πάνω απ' όλα, ιδίως, προ πάντων, στον ίδ., Αττ.· ἐν τοῖς πρῶτοι (βλ. , , τό Α. IV. 7)· μεταγεν. ακολουθ. από γεν., πρῶτός μου, σε Κ.Δ. 5. λέγεται για θέση ή αξίωμα, μετὰ πρώτοισιν, ανάμεσα στους πρώτους ἄνδρες της πόλης, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. ουδ. πληθ., πρῶτα, τά, 1. (ενν. ἆθλα), το πρώτο βραβείο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. το πρώτο μέρος, η αρχή, τῆς Ἰλιάδος τὰ πρῶτα, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. ο πρώτος, ο ανώτατος σε βαθμό, τὰ πρᾶτα τᾶς λιμῶ (Δωρ.), τα έσχατα του λιμού, σε Αριστοφ.· ἐςτὰ πρῶτα τιμάσθαι, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, σε Ηρόδ.· τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας, η αρχή της μοχθηρίας, σε Αριστοφ. III. ως επίρρ.: 1. τὴν πρώτην (ενν. ὥραν, ὁδόν), στην αρχή, προς το παρόν, μόλις τώρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, τὴνπρώτην εἶναι, όπως το ἑκὼν εἶναι, στην αρχή, στον ίδ. 2. με πρόθ., ἀπὸ πρώτης (ενν. ἀρχῆς), σε Θουκ. 3. κυρίως σε ουδ. ενικ. και πληθ., πρῶτον, πρῶτα· α) πρώτον, κατά πρώτον, Λατ. primum, σε Όμηρ. κ.λπ. β) = πρότερον, πριν, σε Ξεν., Ανθ. 4. αρχικά, για πρώτη φορά, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπεὶ πρῶτον, Λατ. quum primum, ευθύς, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁππότε κε πρῶτον, σε Ομήρ. Οδ.· ὅτε ή ὅταν πρ., σε Δημ.· ἐὰν ή ἢν πρ., σε Πλάτ. IV. επίρρ., πρώτως, σε Αριστ. κ.λπ.