Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρεσβεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρεσβεύω (πρέσβυς), μέλ. -σω, παρακ. πεπρέσβευκαΜέσ., αόρ. αʹ ἐπρεσβευσάμηνΠαθ., παρακ. πεπρέσβευμαι, I. κυρίως λέγεται για ηλικία, 1. α) αμτβ., είμαι μεγαλύτερος ή ο μεγαλύτερος, ο πρεσβύτερος, σε Σοφ.· τῶν προτέρων ἐπρέσβευε, ήταν ο πιο μεγάλος σε ηλικία από τα μεγαλύτερα παιδιά του, σε Ηρόδ.· πρεσβεύω ἀπ' αὐτοῦ, είμαι ο μεγαλύτερος γιος του, σε Θουκ. β) λαμβάνω την πρώτη θέση, είμαι ο καλύτερος, ο άριστος, σε Σοφ.· με γεν., έχω τα πρωτεία, έχω προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους, πρεσβεύω τῶνπολλῶν, σε Πλάτ.· κυβερνώ, Ὀλύμπου πρεσβεύω, σε Σοφ. 2. αμτβ., είμαι ο πρεσβύτερος ή ο πρώτος, απονέμω τα πρωτεία, απονέμω τιμή ή λατρεία σε, σε Αισχύλ., Σοφ.Παθ., τίθεμαι στην πρώτη θέση, κατέχω την πρώτη θέση, Λατ. antiquior sum, σε Αισχύλ.· με γεν., πρεσβεύεται κακῶν, είναι αξιοσημείωτος, κυρίως για τα σφάλματά του, στον ίδ. II. 1. είμαι πρεσβευτής ή στέλνομαι ως πρεσβευτής, υπηρετώ ή διαπραγματεύομαι ως ένας από το σώμα αυτών, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· βλ. πρεσβεία, 2. με αιτ., πρεσβεύω τὴν εἰρήνην, διαπραγματεύομαι την ειρήνη, σε Δημ.· ομοίως, πρεσβεύω ὑπὲρ τουτωνί, στον ίδ. 3. Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις, σε Θουκ.· επίσης πηγαίνω ως πρεσβευτής, στον ίδ. 4. Παθ., τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα, οι διαπραγματεύσεις του, σε Δημ.