Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρεσβεία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρεσβεία, (πρεσβεύω), I. 1. ηλικία, ηλικία του μεγαλύτερου, κατὰ πρεσβείαν, σε Αισχύλ. 2. υπεροχή θέσεως, αξίωμα, σε Πλάτ. II. 1. αποστολή πρέσβεων, σύνολο πρέσβεων χώρας, σε Θουκ., Πλάτ. 2. σώμα πρέσβεων, Πρεσβεία, σε Αριστοφ., Θουκ.· οι πρέσβεις των αρχ. χρόνων ήταν οι μεγάλοι σε ηλικία.