Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πομπεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πομπεύω (πομπή), Ιων. παρατ. πομπεύεσκον, I. προπέμπω, συνοδεύω, π.χ. ως οδηγός, σε Ομήρ. Οδ.· Ἑρμοῦ τέχνην πομπεύω, χρησιμοποιώ την τέχνη της συνοδείας του Ερμή, σε Σοφ. II. 1. οδηγώ σε ιερή πομπή, πομπεύω πομπήν, Λατ. pompam ducere, παρά Δημ.Παθ., οδηγούμαι σε θρίαμβο (στη Ρώμη), σε Πλούτ. 2. απόλ., πορεύομαι σε πομπή, σε Δημ., Θεόκρ. III. υβρίζω με χυδαία σκώμματα (πρβλ. πομπεία II), σε Δημ.