LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πομπεία"
- πομπεία, ἡ (πομπεύω), I. οδήγημα σε πομπή, σε Πολύβ. II. σκώμμα, λοιδωρία τέτοιου είδους που επιτρεπόταν σε όσους έπαιρναν μέρος στις πομπές κατά τις γιορτές του Βάκχου και της Δήμητρας, σε Δημ.