Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλέω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πλέω, Επικ. πλείω, Αττ. προστ. πλεῖ· μέλ. πλεύσομαι, Δωρ. πλευσοῦμαι, μεταγεν. πλεύσω· αόρ. αʹ ἔπλευσα, παρακ. πέπλευκαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπλεύσθην, παρακ. πέπλευσμαι· εκτός από το πλώω, Επικ. προστ. πλῶον, ο Όμηρ. έχει συγκοπτ. αόρ. βʹ ἔπλων, -ως, , μτχ. πλώς, σύνθ. ἀπέπλω κ.λπ.· Ιων. απαρ. πλώειν, παρατ. ἔπλωον, μέλ. πλώσομαι, αόρ. αʹ ἔπλωσα, μτχ. πλώσας, παρακ. πέπλωκα· οι Αττ. συναιρούν μονο τα εε και ει, όπως στο χέω· I. πλέω, πηγαίνω μέσα από τη θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὑγρὰ κέλευθα πλεῖν, πλέω στις θαλάσσιες οδούς, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου στην Παθ., τὸ πεπλευσμένον πέλαγος, σε Ξεν.· μεταφ., πλεῖν ὑφειμένῃ, πρβλ. ὑφίημι III. II. 1. λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για άλλα πράγματα, κολυμπώ, επιπλέω, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. μεταφ., ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς, ενόσω διατηρούμε το πλοίο της πόλης μας ορθό, σε Σοφ.· οὐδ' ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται (ενν. ἡ πόλις) προείδετο, σε Δημ.
πλέων, ουδ. πλέον, πληθ. πλέω = πλείων, πλείον, πλείονα.
πλέως, πλέᾱ, πλέον, πληθ. πλέῳ, πλέᾳ, πλέᾱ· Ιων. πλέος, , -ον, Επικ. πλεῖος, , -ον (πίμ-πλημιI. 1. γεμάτος από κάποιο πράγμα, με γεν., πλεῖαι οἴνου κλισίαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ῥάκη νοσηλείας πλέα, κουρέλια μολυσμένα από τις πληγές του, σε Σοφ. II. 1. απόλ., γεμάτος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για χρόνο, πλήρης, συμπληρωμένος, δέκα πλείους ἐνιαυτοὺς, δέκα ολόκληρα χρόνια, σε Ησίοδ. III. συγκρ. πλειότερος, σε Ομήρ. Οδ.