Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑφίημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑφ-ίημι, Ιων. ὑπ-ίημι· μέλ. ὑφ-ήσω· (βλ. ἵημι1. αφήνω προς τα κάτω, ὑφίημι ἱστόν, χαμηλώνω, κατεβάζω τον ιστό, το κατάρτι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφίημι ἱστία, Λατ. submittere vela, σε Ομηρ. Ύμν. 2. βάζω από κάτω, τί τινι, σε Όμηρ.· τι ὑπό τι, σε Ξεν. βάζω νεογνό κάτω από την μητέρα του, το βάζω να θηλάσει, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· σε Μέσ., λέγεται για μητέρα, ὑφίεσθαι μαστοῖς, βάζει το νεογνό στους μαστούς της, το θηλάζει, σε Ευρ. 3. ὑφίημί τινα, εμπλέκω, χρησιμοποιώ κάποιον κρυφά, τον προετοιμάζω να διαδραματίσει έναν ρόλο, δωροδοκώ, εξαγοράζω, διαφθείρω (μάρτυρα), σε Σοφ.Παθ., ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη, σαν φίδι που κρυφά ξεπροβάλλει, γλιστρά μέσα, στον ίδ. 4. εγκαταλείπω, παραιτούμαι, παραδίνομαι, σε Ξεν. II. αμτβ., μετριάζω, χαλαρώνω ή κατευνάζω από κάτι, με γεν., ὑπεὶς τῆς ὀργῆς, σε Ηρόδ.· απόλ., υποχωρώ, ελαττώνομαι, οὐδὲν ὑπιέντες, στον ίδ.· επίσης, σε Μέσ., στον ίδ.· ομοίως για πράγματα, τὸ ὕδωρ ὑπίεται τοῦ ψυχροῦ, ελαττώνεται η ψυχρότητά του, στον ίδ.· τοῦ στόματός γε ὑφίημι, υποχωρώ ως προς το, σε Ξεν.· με δοτ., υποκύπτω, υποχωρώ σε κάποιον, τοῖς πολεμίοις, στον ίδ. III. σε Μέσ. και Παθ., 1. χαμηλώνω, κατεβάζω τα ιστία, τα πανιά, σε Αριστοφ.· κυρίως σε μτχ. παρακ., πλεῖνὑφειμένῃ δοκεῖ μοι, μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να κινηθώ με χαμηλωμένα ιστία, δηλ. να χαμηλώσω τον τόνο μου, με μέτρο να κινηθώ, σε Σοφ. 2. σῴζω νεοσσοὺς ὄρνις ὣς ὑφειμένη, σαν φοβισμένη όρνιθα, ή πιθ. με τους νεοσσούς μου κάτω από τις φτερούγες μου, σε Ευρ. 3. γενικά, υποτάσσομαι, δέχομαι, σε Ξεν.· με απαρ., κατθανεῖν ὑφειμένη, υπάκουα, με πραότητα προετοιμάστηκε να πεθάνει, σε Ευρ.