LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πηλός"
- πηλός, ὁ, ἡ, 1. πηλός, χώμα, γη, ως ύλη που χρησιμοποιείται από τον αγγειοπλάστη και τον κεραμέα, Λατ. lutum, σε Ηρόδ., Αττ. 2. μερικές φορές αντί βόρβορος ή ἰλύς, λάσπη, βούρκος, όπως lutum αντί ocenum, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παροιμ., ἔξω κομίζειν· πηλοῦ πόδα, δηλ. εμποδίζω τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.· κάσιςπηλοῦ ξύνουρος, πρβλ. σύνορος.