Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύν-ορος, Ιων. -ουρος, -ον, αυτός που έχει κοινό όριο, που συνορεύει με, όμορος με, τῇ Ἀττικῇ ή τῆς Ἀττικῆς, σε Πλούτ.· μεταφ., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος, σκόνη, δίδυμη αδελφή του πηλού, σε Αισχύλ.