Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίμπλημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πίμπλημι, στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το ἵστημι· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. πίμπλῃσι· προστ. πίμπλα ή πίπλη, παρατ. γʹ πληθ. ἐπίμπλασαν· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το πλήθω (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. πλήθωμέλ. πλήσω, αόρ. αʹ ἔπλησα, Επικ. πλῆσα· παρακ. πέπληκαΜέσ., αόρ. αʹ ἐπλησάμην, Παθ. μέλ. πλησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλήσθην, Επικ. γʹ πληθ. πλῆσθεν· παρακ. πέπλησμαι· εκτός από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ ἐπλήμην, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. πλῆτο, πλῆντο· πρβλ. ἐμπίπλημι (από √ΠΛΕ ή ΠΛΑ). I. 1. γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., γεμίζω από κάτι, σε Ευρ.· απόλ., συμπληρώνω, γεμίζω, συμπληρώνω, συμπληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. πληρώ θέση, κατέχω αξίωμα, σε Αισχύλ. II. Μέσ., γεμίζω για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι δέπας οἴνοιο, γεμίζω για τον εαυτό μου ένα ποτήρι κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι νῆας, φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, παραχορταίνω, υπερκαλύπτω την επιθυμία κάποιου για φαγητό και ποτό, στο ίδ.· πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων, η πεδιάδα είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ. III. 1. Παθ., πληρούμαι, γίνομαι ή είμαι γεμάτος από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. έχω αρκετό από κάποιο πράγμα, πλησθῆναι αἱμάτων, σε Σοφ.· ἡδονῶν, σε Πλάτ.· σπανίως με δοτ., δάκρυσι πλησθείς, σε Θουκ.