Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐμπίπλημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐμ-πίπλημι, όχι ἐμ-πίμπλημι, αλλά Μέσ. παρατ. ἐνεπιμπλάμην· προστ. ἐμπίπληθι, Αττ. ἐμπίπλη· μέλ. ἐμπλήσω, παρακ. ἐμπέπληκαΠαθ., αόρ. αʹ ἐνεπλήσθην· Επικ. αόρ. βʹ ἐμπλήμην (ἐνI. 1. γεμίζω εντελώς ή μέχρι πάνω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 2. με γεν., γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι, παραγεμίζω, σε Όμηρ. κ.λπ. II. Μέσ., γεμίζω για τον εαυτό μου ή γεμίζω κάτι που μου ανήκει, ἐμπλήσατο νηδύν, σε Ομήρ. Οδ.· μένεος ἐμπλήσατο θυμόν, γέμισε την ψυχή του με οργή, σε Ομήρ. Ιλ. III. Παθ., 1. γεμίζομαι πλήρως με κάτι, χορταίνω με κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· μεταφ., υἷοςἐνιπλησθῆναι, γεμίζω από το γιο μου, τον χορταίνω, δηλ. ικανοποιώ τον εαυτό μου κοιτάζοντάς τον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και με μτχ., είμαι ικανοποιημένος με το να κάνω κάτι, σε Ευρ., Ξεν. 2. με δοτ., καρπῷ ἐμπ., είμαι γεμάτος από..., σε Ηρόδ. 3. απόλ., φουσκώνω, ξεχειλίζω από φαγητό, στον ίδ. κ.λπ.