Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὗτος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
οὗτος, αὕτη, τοῦτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου κ.λπ.· δεικτ. αντων. I. 1. αυτός, αυτή, αυτό, Λατ. hic, λέγεται για να δηλώσει το κοντινότερο μεταξύ δύο πραγμάτων, σε αντίθ. προς το ἐκεῖνος, ο πιο απομακρυσμένος από τους δύο (πρβλ. ὅδε), σε Όμηρ. κ.λπ. 2. όταν το ένα από τα δύο προηγείται και το άλλο ακολουθ., το ὅδε γενικά αναφέρεται σε αυτό που ακολουθεί, ενώ το οὗτος σ' αυτό που προηγείται, σε Σοφ. κ.λπ. 3. ομοίως, επίσης, το οὗτος χρησιμ. εμφατικά, γενικά περιφρονητικά, ενώ το ἐκεῖνος (όπως το Λατ. ille) δηλώνει έπαινο· ὁ πάντ' ἄναλκις οὗτος, δηλ. ο Αίγισθος, σε Σοφ.· οὗτος ἀνήρ, σε Πλάτ.· τούτους τοὺς συκοφάντας, στον ίδ. 4. στην Αττ. νομική γλώσσα, το οὗτος αναφέρεται στον αντίδικο, είτε τον κατήγορο είτε τον υπόδικο, ενώ στη Λατ. hic ήταν ο πελάτης, και iste ο αντίδικος, σε Δημ. 5. συχνά, σχεδόν ως επίρρ. με τοπική σημασία (πρβλ. το ὅδε στην αρχή), τίς δ' οὗτος κατὰ νῆας ἔρχεαι; ποιος είσαι εσύ που έρχεσαι εδώ...; σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά στην Αττ., τίς οὑτοσί; ποιος είναι αυτός εδώ; σε Αριστοφ. 6. με αντων. βʹ προσ. οὗτος σύ, Λατ. heus tu! ε, εσύ! εσύ εκεί! σε Σοφ. κ.λπ.· και έπειτα, το οὗτος μόνος του, ως κλητ.· οὗτος, τί ποιεῖς; σε Αισχύλ.· ὦ οὗτος, οὗτος, Οἰδίπους, σε Σοφ. 7. η φράση αυτή κυρίως υποδηλώνει θυμό, ανυπομονησία ή περιφρόνηση· ομοίως, οὗτοςἀνὴρ αντί ἐγώ, σε Ομήρ. Οδ. II. το καὶ οὗτος προστίθεται επίσης για να επιτείνει μια προηγούμενη λέξη· ναυτικῷ ἀγῶνι, καὶ τούτῳ πρὸς Ἀθηναίους, σε Θουκ.· βλ. κατωτ. III. 5. III. το ουδ. ταῦτα σε ποικίλες φράσεις: 1. ταῦτ' ὦ δέσποτα, μάλιστα Κύριε (δηλ. ταῦτά ἐστι κ.λπ.), σε Αριστοφ.· ομοίως, ταῦτα δή, στον ίδ. 2. ταῦτα μὲν δὴ ὑπάρξει, άρα θα γίνει, σε Πλάτ. 3. καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα, Λατ. haec hactenus, στον ίδ. 4. διὰ ταῦτα, γι' αυτό, σε Αττ.· πρὸς ταῦτα, έτσι λοιπόν, άρα, σε Τραγ.· επίσης, το ταῦτα απόλ., γι' αυτό, επομένως, σε Ομήρ. Ιλ.· ταῦτ'ἄρα, σε Αριστοφ.· ταῦτα δή, σε Αισχύλ.· ταῦτ' οὖν, σε Σοφ. 5. καὶ ταῦτα, που προσθέτει ένα περιστατικό για να ενισχύσει ό,τι έχει ειπωθεί, και αυτό, Λατ. et hoc· ἄνδρα θανεῖν, καὶ ταῦτα πρὸς γυναικός, σκέφτομαι ότι ένας άντρας επρόκειτο να πεθάνει, και αυτό (δηλ. και μάλιστα) από το χέρι μιας γυναίκας, σε Αισχύλ. κ.λπ. 6. τοῦτο μέν..., τοῦτο δέ..., από τη μια πλευρά..., από την άλλη..., εν μέρει..., εν μέρει..., σε Ηρόδ. IV. 1. δοτ. θηλ. ταύτῃ, σ' αυτό το σημείο, εδώ, σε Σοφ. κ.λπ. 2. στο σημείο αυτό, πάνω σ' αυτό το σημείο, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. μ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, σε Τραγ. κ.λπ. V. ἐκ τούτου ή τούτων, μετά απ' αυτά, σε Ξεν.· συνεπώς, λοιπόν, στον ίδ. VI. 1. ἐν τούτῳ, σ' αυτό επάνω, ως προς αυτό, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. 2. στο μεσοδιάστημα, σε Θουκ., Ξεν. VII.πρὸς τούτοις, επί πλέον, επίσης, σε Ηρόδ., Αττ.
οὑτοσ-ί, αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η οὗτος επιτετ. με το δεικτικό επίθημα -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. hic-ce, σε Αριστοφ., Αττ. πεζογραφία· μετά από φωνήεν, ο φθόγγος γ συχνά εντίθεται στη λέξη, αὑτηγί αντί αὑτηΐ γε, ταυταγί αντί ταυταί γε κ.λπ., σε Αριστοφ.