Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νέος"

Βρέθηκαν 19 λήμματα [1 - 19]
νέος, νέα, Ιων. νέη, νέον, Αττ. επίσης -ος, -ον, Ιων. νεῖος· I. 1. νέος, νεαρός, σε Όμηρ.· ή μόνο του, νέοι, νεολαία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. με άρθρο, ὁ νέος, οἱ νέοι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ νέον = ἡ νεότης, σε Σοφ.· ἐκ νέου, από νεαρή ηλικία, από την εποχή της νιότης, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, σε Αριστ. 2. αυτός που αρμόζει σε νέο, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. λέγεται για πράγμ., καινούριος, φρέσκος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. λέγεται για γεγονότα, νέος, απροσδόκητος, παράδοξος· τί νέον;, σε Αισχύλ.· μῶν τί βουλεύῃ νέον; σε Σοφ. III. το ουδ. νέον ως επίρρ., λέγεται για χρόνο, προσφάτως, εσχάτως, μόλις, μόλις τώρα, προ ολίγου, σε Όμηρ., Αττ.· επίσης με άρθρο, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, σε Ηρόδ.· συγκρ. επίρρ. νεωτέρως, σε Πλάτ.· υπερθ. νεώτατα, πολύ πρόσφατα, σε Θουκ.· επίσης, ἐκ νέας, Ιων. ἐκ νέης, εκ νέου, πάλι, Λατ. denuo, σε Ηρόδ. IV. για τα νεώτερος, νεώτατος, βλ. νεώτερος· οι αρχικοί συγκρ. και υπερθ. εντοπίζονται στους ποιητικούς τύπους νεαρός, νέατος.
νεός, Ιων. γεν. του ναῦς.
νεο-σίγᾰλος[ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.
νεο-σκύλευτος[ῡ], -ον, αυτός που μόλις σκυλεύτηκε, πάρθηκε ως λάφυρο, σε Ανθ.
νεό-σμηκτος, -ον (σμήχω), φρεσκοκαθαρισμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
νεο-σμίλευτος, -ον, αυτός που έχει πρόσφατα σμιλευτεί, σε Ανθ.
νεο-σπᾰδής, -ές (σπάω), αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
νεο-σπάς, -άδος, , , αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
νεό-σπορος, -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.
νεοσσεύω (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω, 1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ. 2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.
νεοσσιά, (νεοσσός), Ιων. -ιή, Αττ. νεοττιά, μεταγεν. νοσσιά, φωλιά για κλωσόπουλα, φωλιά, σε Ηρόδ., Αττ.
νεοσσίον, Αττ. νεοττίον, τό, υποκορ. του νεοσσός, νεοττός, κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, νέο πτηνό που μόλις έχει εκκολαφθεί, σε Αριστοφ.
νεοσσίς, Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, , = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.
νεοσσο-κόμος, Αττ. νεοττ-, -ον, αυτός που ανατρέφει κοτοπουλάκια, σε Ανθ.
νεοσσός, (νέος), Αττ. νεοττός, 1. κλωσόπουλο, πουλάκι, κοτοπουλάκι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. κάθε νεαρό ζώο, όπως ο νεαρός κροκόδειλος, σε Ηρόδ.· λέγεται και για μικρά παιδιά, σε Αισχύλ., Ευρ.
νεοσσο-τροφέομαι, Αττ. νεοττ-, Παθ., ανατρέφομαι σαν να ήμουν στη φωλιά, λέγεται για παιδί, σε Αριστοφ.
νεοσσώς, Δωρ. αντί -ούς, αιτ. πληθ. του νεοσσός.
νεόστροφος, -ον (στρέφω), αυτός που συστράφηκε πρόσφατα· νευρή, σε Ομήρ. Ιλ.
νεο-σφᾰγής, -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.