Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νεώτερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νεώτερος, , -ον, συγκρ. του νέος, I. 1. νεότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· οἱ νεώτεροι, η νεότερη γενιά ανδρών, άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, σε Θουκ. 2. πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, εκείνοι που είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τα γεγονότα, σε Δημ. II. 1. λέγεται για γεγονότα, νεότερος, πιο πρόσφατος, σε Πίνδ.· μεταφ., έσχατος, χειρότερος, σε Σοφ.· νεώτερα (μόνο του), Λατ. gravius quid, σε Ηρόδ., Αττ.· μή τί νεώτερον ἀγγέλλεις;, σε Πλάτ.· νεώτερα βουλεύειν ή ποιεῖν περί τινος, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. λέγεται για πολιτικές μεταβολές, νεώτερόν τι, νεωτερισμός, επαναστατικό κίνημα, σε Ηρόδ., Ξεν.