Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μικρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῑκρός και σμῑκρός, , -όν, Δωρ. μικκός (βλ. αυτ.I. 1. μικρός, μικροκαμωμένος, από άποψη μεγέθους, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, από άποψη ποσότητας, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. ως προς το βαθμό ή τη σπουδαιότητα, μικρός, ασήμαντος, κοινότοπος, ισχνός, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· σμικρὸς τίθησί με, με θεωρεί μικρής αξίας, σε Σοφ.· οὐ σμικρὸν φρονεῖ, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, βραχύς, σύντομος, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐν σμικρῷ (ενν. χρόνῳ), σύντομα, σε Ξεν. III. επιρρ. χρήσεις, 1. ως ομαλό επίρρ., σμικρῶς, απλώς σε μικρή έκταση, διάρκεια, ποσότητα, αξία, κ.λπ., υπερθ. σμικρότατα, σε Ξεν. 2. σμικροῦ ή μικροῦ, παρ' ολίγο, σχεδόν, στον ίδ., σε Δημ.· πλήρως, μικροῦ δεῖ ή δεῖν, βλ. δεῖ II· αλλά, μικροῦ πρίασθαι, αγοράζω αντί μικρού ποσού, φθηνά, σε Ξεν. 3. μικρῷ, λίγο, με συγκρ., σε Πλάτ. 4. μικρόν και μικρά, λίγο, σε Ξεν., Πλάτ. 5. με πρόθ., α) ἐπὶ σμικρόν, για λίγο, σε Σοφ. β) κατὰ μικρόν, σε μικρά κομμάτια, σε Ξεν.· ομοίως, κατὰ μικρὰ γενόμενοι, στον ίδ.· επίσης, λίγο-λίγο, κατὰ μικρὸν ἀεί, σε Αριστοφ. γ) παρὰ μικρόν, παρ' ολίγο, παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν, με απαρ., είμαι στο πάρα πέντε να κάνω κάτι, σε Ευρ. δ) μετὰ μικρόν, λίγο αργότερα, σε Κ.Δ. IV.εκτός από τον ομαλό συγκρ. και υπερθ. μικρότερος, -ότατος, υπάρχουν οι ανώμ. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, από το ἐλαχύς, και μείων ή μειότερος, μειότατος.