Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λανθάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λανθάνω και λήθω (√ΛΑΘ),
Α.
παρατ. ἐλάνθανον, ἔληθον, Επικ. λῆθον, Ιων. γʹ ενικ. λήθεσκεν· μέλ. λήσω, Δωρ. λᾱσῶ, αόρ. βʹ ἔλᾰθον, παρακ. λέληθα, υπερσ. ἐλελήθειν, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. ἐλελήθης, ἐλελήθη, Ιων. ἐλελήθεε· στους περισσότερους Ενεργ. χρόνους, διαφεύγω της προσοχής κάποιου, παραμένω άγνωστος, αόρατος, απαρατήρητος. Συντάσσεται: 1. με αιτ. προσ. μόνο, λανθάνω τινά, ξεφεύγω της προσοχής κάποιου, Λατ. latere aliquem, σε Όμηρ., Αττ.· απρόσ., σὲ λέληθε, διέφυγε της προσοχής σου, σε Πλάτ. 2. συχνά με μτχ., οπότε η μτχ. μεταφράζεται ως ρήμα, και το λανθάνω με επίρρ., απροσδόκητα, απαρατήρητα, αόρατα· και αυτό, α) είτε με αιτ. προσ., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος, δεν βλέπομαι από κάποιον ενώ μάχομαι, δηλ. μάχομαι χωρίς να φαίνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ λάθῃ με προσπεσών, μήπως επέρθει απροσδόκητα, σε Σοφ. β) είτε χωρίς αιτ., μὴ διαφθαρείς λάθῃ, μήπως καταστραφεί χωρίς να το καταλάβει, στον ίδ.· δουλεύων λέληθας, έγινες σκλάβος χωρίς να το καταλάβεις, σε Αριστοφ. Η σύνταξη αυτή αντιστρέφεται και το λαθών τίθεται αντί μτχ., ἀπὸ τείχεος ἇλτο λαθών (αντί ἔλαθεν ἁλόμενος), σε Ομήρ. Ιλ.· λήθουσά μ' ἐξέπινες, σε Σοφ. Β. Ενεργ., ληθάνω, αόρ. βʹ λέλᾰθον, βλ. κατωτ. Τα σύνθετα ρήματα ἐκ-ληθάνω, ἐπι-λήθω λαμβάνουν μτβ. σημασία, κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι, με γεν. πράγμ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ. βʹ λέλᾰθον, ὄφρα λελάθῃ ὀδυνάων, για να τον κάνει να λησμονήσει τους πόνους του, σε Ομήρ. Ιλ. Γ. Μέσ. και Παθ. λανθάνομαι· λήθομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι [ᾱ], Επικ. παρατ. λανθανόμην, μέλ. λήσομαι, Δωρ. λᾱσεῦμαι, επίσης λελήσομαι, αόρ. ἐλησάμην, επίσης ἐλήσθην, Δωρ. απαρ. λασθῆμεν, αόρ. βʹ ἐλᾰθόμην, Επικ. λαθ-, επίσης Επικ. με αναδιπλ. λελάθοντο, κ.λπ. (βλ. κατωτ.— λέλησμαι, Επικ. λέλασμαι, μτχ. λελασμένος, κ.λπ.· πρβλ. ἐπιλήθω. Μέσ. και Παθ., αφήνω κάτι να μου διαφύγει, ξεχνώ, λησμονώ· 1. απόλ. ή με γεν. πράγμ., λησμονώ, σε Όμηρ.· ομοίως στον αναδιπλ. αόρ., οὐδὲ σέθεν θεοὶ λελάθοντο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ., ἐμεῖο λελασμένος, στο ίδ.· κείνου λελῆσθαι, σε Σοφ. 2. λησμονώ επίτηδες, αντιπαρέρχομαι, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, ή είχε κατά νου να προσφέρει θυσία και το ξέχασε ή δεν σκέφτηκε καθόλου κάτι τέτοιο, σε Ομήρ. Ιλ.