Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιλήθω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-λήθω, μέλ. -σω, I. προξενώ λήθη ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. ἐπιλελησμένος, σε Κ.Δ. II. 1. Μέσ., ἐπι-λήθομαι και -λανθάνομαι, μέλ. -λήσομαι, αόρ. βʹ -ελᾰθόμην, με Ενεργ. παρακ. -λέληθα και Παθ. -λέλησμαι, υπερσ. -ελελήσμην· αφήνω κάτι να μου διαφύγει, ξεχνώ, λησμονώ, με γεν., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ξεχνώ συνειδητά, λησμονώ ηθελημένα, ἑκὼν ἐπιλήθομαι, σε Ηρόδ.