Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κῆπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κῆπος, Δωρ. κᾶπος, , 1. κήπος, περιβόλι, φύτευση, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε καλλιεργημένη, εύφορη περιοχή, Ἀφροδίτης κᾶπος, δηλ. η Κυρήνη, σε Πίνδ.· Διὸς κ., δηλ. η Λιβύη, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, βλ. Ἄδωνις. 2. κηπουρικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την ενασχόληση με τον κήπο, σε Πλάτ.