LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἄδωνις"
- Ἄδωνις[ᾰ], -ιδος, ὁ, 1. ο Άδωνις, αγαπημένος, προστατευόμενος, ευνοούμενος της Αφροδίτης, σε Σαπφώ· ὥδωνις, κράση του ὁ Ἄδωνις, σε Θεόκρ.· γενικά, Άδωνις, δηλαδή ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Λουκ. 2. Ἀδώνιδος κῆποι, βότανα που μεγάλωναν γρήγορα καλλιεργούμενα σε δοχεία ή χύτρες για την τελετή των Αδωνίων, σε Πλάτ.