Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατά"

Βρέθηκαν 754 λήμματα [1 - 20]
κατά[κᾰτᾰ], πρόθ. με γεν. ή αιτ., κύρια σημασία· κάτω, προς τα κάτω.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.: I. δηλώνει κίνηση από πάνω προς τα κάτω, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. δηλώνει καθοδική κίνηση· 1. καταπάνω ή επάνω σε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τους ετοιμοθάνατους, κατ'ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς, χύθηκε ένα σύννεφο πάνω στα μάτια, στο ίδ.· ομοίως και, ὕδωρ κατὰ χειρός, βλ. χείρ II. 6. 2. μέσα σε, νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, κατὰ χθονὸςγῆς) δῦναι, σε Τραγ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν, θάβω, σε Σοφ. κ.λπ. 3. εὔχεσθαι ή ὀμόσαι κατά τινος, εύχομαι ή ορκίζομαι σε κάτι (όταν κάποιος επικαλείται την οργή των θεών εναντίον του σε περίπτωση αθέτησης όρκου), σε Θουκ., Δημ.· επίσης, υπόσχομαι, τάζω προς κάτι, δηλ. υπόσχομαι ότι θα το προσφέρω, ότι θα το αφιερώσω, σε Αριστοφ. 4. με εχθρική σημασία, εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για δικαστές που εκδίδουν την ετυμηγορία τους, που αποφαίνονται εναντίον κάποιου, στον ίδ.· λόγος κατά τινος, ο λόγος εναντίον του κατηγορούμενου, Λατ. in aliquem·λόγος πρός τινα, η απάντηση προς τον αντίδικο, Λατ. adversus aliquem.5. Λατ. de, σχετικά με, ως προς, σε σχέση με, σκοπεῖν κατά τινος, σε Πλάτ.· ἔπαινος κατά τινος, έπαινος που απονέμεται σε κάποιον, σε Αισχίν. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.: I. 1. χρησιμοποιείται για κίνηση προς τα κάτω κατὰ ῥόον, προς τα κάτω του ρεύματος, σε Ηρόδ.· κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, συμπλέω με τον άνεμο προς τα κάτω, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για κίνηση, επάνω σε μια έκταση, καθ' όλη την έκταση, σε Όμηρ. κ.λπ.· καθ' Ἑλλάδα, σε Αισχύλ.· κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, σε ξηρά και θάλασσα κ.λπ.· επίσης, βρίσκω στόχο επάνω στην ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ. 3. αντίκρυ, απέναντι, κατὰ Σινώπην πόλιν, σε Ηρόδ.· ἀνὴρ κατ' ἄνδρα, σε Αισχύλ. 4. κατὰ τὸ προάστειον, κάπου κοντά στο προάστιο, σε Ηρόδ. II. χρησιμοποιείται προς δήλωση επιμερισμού, λέγεται για το όλο που διαιρείται σε μέρη, κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, κατά φυλές, γένη, κατά φατρίες, οικογένειες, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ κώμας κατῳκῆσθαι, ζω χωριστά, σε διαφορετικές πόλεις, σε Ηρόδ.· κατ' ἄνδρα, άνδρας προς άνδρα, στον ίδ. 2. ομοίως λέγεται και για τα μέρη του χρόνου, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, βλ. ἡμέρα III, ἦμαρ. 3. λέγεται για αριθμούς, τόσοι κάθε φορά, καθ' ἕνα, ένα κάθε φορά, σε Ηρόδ.· κατὰ τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν, πληρώνω πεντακόσιες δραχμές για κάθε εικοσιπέντε μνες, σε Δημ. κ.λπ. III. 1. χρησιμοποιείται για δήλωση κατεύθυνσης προς αντικείμενο ή σκοπό, πλεῖνκατὰ πρῆξιν, για εμπόριο ή λόγω εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰληΐην, προς αναζήτηση λείας, λαφύρων, σε Ηρόδ.· κατὰθέαν ἥκειν, έχω έλθει με σκοπό να δω, σε Θουκ. 2. λέγεται για καταδίωξη, κατ' ἴχνος, στα ίχνη, επί τα ίχνη, σε Σοφ. IV.σύμφωνα με, κατὰ θυμόν, σε Όμηρ.· καθ' ἡμέτερον νόον, κατά την αρεσκεία μας, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ μοῖραν, όπως είναι σωστό και δίκαιο, σε Όμηρ.· ομοίως και, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, στον ίδ.· καθ' ἡδονήν, προς ικανοποίηση, σε Αισχύλ.· κατὰ δύναμιν, κατά τα δυνατά κάποιου κ.λπ. 2. σε σχέση με, ως προς, αναφορικά, τὰ κατ' ανθρώπους = τὰ ἀνθρωπινά, σε Αισχύλ.· ομοίως και, τὸ καθ' ὑμᾶς, σε ό,τι αφορά εσάς, σε Ηρόδ.· κατὰ τοῦτο, κατά αυτό τον τρόπο, μ' αυτήν την οπτική· κατὰ ταὐτά, κατά τον ίδιο τρόπο, καθ' ὅτι, εφόσον κ.λπ. 3. με υπονοούμενη σύγκριση, κατὰ λοιπὸν κρομύοιο, όπως ο μανδύας του κρεμμυδιού, το κρεμμυδόφυλλο, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ Μιθραδάτων, αυτός που ανταποκρίνεται, μοιάζει στην περιγραφή του, σε Ηρόδ.· κατὰ πνιγέα, παρόμοιο με φούρνο, σε Αριστοφ.· κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν, παντρεύομαι, ανάλογα με την κοινωνική μου θέση, σε Αισχύλ.· κατ' ἄνθρωπον, όπως ο άνθρωπος, όπως ταιριάζει, αρμόζει σε άνθρωπο, στον ίδ.· κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, στον ίδ.· μετά από συγκρ., μείζων ἢ κατ' ἀνθρώπου, μεγαλύτερο των ανθρωπίνων δυνάμεων, δυνατοτήτων, ορίων, σε Ηρόδ.· μείζω ἢ κατὰ δάκρυα, πάρα πολύ μεγάλα για να κλάψει κάποιος, σε Θουκ. V. με την εύνοια ενός θεού, κατὰ δαίμονα, Λατ. mon sine numine, σε Πίνδ.· κατὰ θεόν, σε Ηρόδ. VI. λέγεται για αριθμούς, κατά προσέγγιση, σχεδόν, κοντά, περίπου, κατὰ ἑξηκόσια ἔτεα, εξακόσια χρόνια πάνω κάτω, περίπου, στον ίδ. VII.1.λέγεται για χρόνο, κατά την διάρκεια, κατά την διάρκεια μιας περιόδου, κατὰ τὸν πόλεμον, κατά την περίοδο του πολέμου, εν καιρώ πολέμου, στον ίδ.· καθ' ἡμέραν, κατά την διάρκεια της μέρας, σε Αισχύλ. 2. περίπου, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, σε Ηρόδ.· κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα, στα χρόνια βασιλείας του Άμαση, στον ίδ. VIII.με περιφρ. χρήση αντί επιρρ., όπως, καθ' ἡσυχίην, κατὰ τάχος κ.λπ., αντί ἡσύχως, ταχέως, στον ίδ.· κατὰ μέρος, εν μέρει· κατὰ φύσιν, φυσικά κ.λπ. Γ. ΘΕΣΗ: όταν η κατά ακολουθεί την πτώση γράφεται με αναστροφή ως κάτα.Δ. Απόλ. ως επίρρ., όπως το κάτω, προς τα κάτω, σε Όμηρ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. προς τα κάτω, κάτω, όπως στο καταβαίνω. II. συμφώνως προς, όπως στα κατᾴδω, καταθύμιος. III. εναντίον, με εχθρική σημασία, όπως στα καταγιγνώσκω, κατακρίνω. IV. συχνά μόνο για να επιτείνει τη σημασία μιας απλής λέξης, όπως στα κατακόπτω, καταφαγεῖν. ΣΤ. Η κατά ως πρόθ. μερικές φορές χρησιμ. βραχυλογικά, ιδίως, σε Επικ. στα κάγ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, πριν από γ, κ, μ, ν, πφ), , τθ), αντιστοίχως· βλ. αυτ. Τα Αντίγραφα και οι παλιότεροι Εκδότες συνδέουν την προθ. με την λέξη που την ακολουθεί, όπως καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν κ.λπ. Στα σύνθετα ρήματα, η κατά κάποιες φορές μετατρέπεται σε καβ, καλ, καρ, κατ, πριν από τα β, λ, ρ, θ, αντιστοίχως, όπως στα κάββαλε, κάτθανε, κάλλιπε, καρρέζουσα· και πριν από τα στ, σχ, η δεύτερη συλλαβή ενίοτε παραλείπεται, όπως στα καστορνῦσα, κάσχεθε, κασσύω, όπως επίσης στους Δωρ. τύπους καβαίνων, κάπετον.
κατά, Ιων. αντί καθ' ἅ.
κᾆτα, κράση αντι του καὶ εἶτα.
κατάβα, αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
καταβάδην[βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ. ἀναβάδην.
καταβαθμός, Αττ. -βασμός, , κατάβαση, κατέβασμα, κατήφορος, όνομα απότομης κατηφόρας που χωρίζει την Αίγυπτο απο τη Νουβία, σε Αισχύλ.
κατα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, αόρ. βʹ κατέβην, ποιητ. γʹ πληθ. κατέβαν· προστ. κατάβηθι ή κατάβᾱ· Επικ. αʹ πληθ. υποτ. καταβείομεν (αντί -βῶμεν) — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ κατεβήσετο· προστ. καταβήσεο·
Α. I. 1.
κατεβαίνω, κατηφορίζω ή κατέρχομαι, Λατ. descemdere, ἐξ ἄρεος, από το βουνό, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. πόλιος, κατεβαίνω από την πόλη, στο ίδ.· κ. δίφρου, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω, κατεβαίνω από το άρμα, στο ίδ.· με αιτ. τόπου, θάλαμον κατεβήσετο, κατέβηκε στο δωμάτιο, στον θάλαμό της, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά επίσης και με αιτ., κατέβαιν' ὑπερώϊα, κατέβηκε από τα επάνω διαμερίσματα, από τον επάνω όροφο, στο ίδ.· κλίμακα κατεβήσετο, κατέβηκε τη σκάλα, στο ίδ.· απόλ., κατεβαίνω κάτω, σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Παθ., ἵππος καταβαίνεται, το άλογο ξεκαβαλικεύεται από, σε Ξεν. 2. κατεβαίνω από τα μεσόγεια, από το εσωτερικό προς την θάλασσα, ιδίως, από την κεντρική Ασία (πρβλ. ἀναβαίνω II. 3), σε Ηρόδ.· κ. ἐς Πειραιᾶ, σε Πλάτ. 3. έρχομαι, φθάνω στην ξηρά, φθάνω στην ξηρά με ασφάλεια, σε Πίνδ. 4. κατέρχομαι, κατεβαίνω στην παλαίστρα, κ. ἐπ. ἄεθλα, σε Ηρόδ.· και απόλ., όπως το Λατ. in certamen descendere, σε Σοφ., Ξεν. 5. λέγεται για ρήτορα, κατεβαίνω από το βήμα, κατάβα· απάντηση, καταβήσομαι, σε Αριστοφ. 6. πόσσω κατέβα τοι ἀφ' ἱστῶ, πόσο σου στοίχισε (το ύφασμα) να κατέβει από τον αργαλειό; σε Θεόκρ. II. μεταφ., καταβαίνειν εἴς τι, καταλήγω την ομιλία μου σ' ένα σημείο, κατέβαινε ἐς λιτάς, τελείωνε με προσευχή, σε Ηρόδ.· με μτχ., κατέβαινεν παραιτεόμενος, τελείωνε με παρακάλια, στον ίδ.· κ. ἐπὶ τελευτήν, σε Πλάτ. Β. μτβ., κατεβάζω κάτι, σε Πίνδ.
κατα-βακχιόομαι (Βάκχος), Παθ., κυριεύομαι από βακχική μανία, καταβακχιοῦσθε δρυὸς κλάδοις, στεφανωνόσαστε με κλαδιά βελανιδιάς σε κατάσταση βακχικής μανίας, σε Ευρ.
κατα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ κατέβᾰλον, Επικ. γʹ ενικ. κάββαλε· I. 1. ρίχνω κάτω, ανατρέπω, σε Όμηρ. κ.λπ.· κ. εἰς τὸ μηδέν, φέρνω, οδηγώ στο μηδέν, σε Ηρόδ. 2. σκοτώνω με όπλο, φονεύω, σφαγιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. ρίχνω ή φέρνω σε ορισμένη κατάσταση, σε Ευρ., Πλάτ. 4. ρίχνω κάτω ή ρίχνω μακριά, διώχνω, απορρίπτω, σε Ξεν. II. με ηπιότερη σημασία, αφήνω κάτι να πέσει κάτω, ρίχνω κάτι κάτω, σε Όμηρ.· κ. ἱστία, κατεβάζω τα πανιά, σε Θέογν.· τὰς ὀφρῦς κ., σε Ευρ. 2. βάζω, επιθέτω, τοποθετώ, Λατ. deponere, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. 3. κατεβάζω ή συσσωρεύω, ιδίως, στην παραλία, σε Ηρόδ. 4. πληρώνω τοις μετρητοίς, παραχωρώ, παραδίδω ή εισφέρω, στον ίδ.· αποτίνω, πληρώνω, σε Θουκ. κ.λπ.Μέσ., προκαλώ κατάθεση, σε Δημ. 5. παρέχω, δίνω, μαρτυρίαν, στον ίδ. 6. ρίχνω σπόρο, σπέρνω, στον ίδ.· κ. φάτιν, Λατ. spargere voces, σε Ηρόδ. 7. βάζω, θέτω ως θεμέλιο, ως βάση, κυρίως στη Μέσ., σε Ευρ.Παθ., καταβεβλημένος, βασικός, θεμελιώδης, τακτικός, σε Αριστ.
κατα-βάπτω, μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.
κατα-βᾰρέω, μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω, παραφορτώνω, σε Λουκ.
καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
κατάβᾰσις, -εως, (καταβαίνω),· 1. κατέβασμα, κατήφορος, κατωφέρεια, σε Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. κατάβασις. 2. κατάβαση από την Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
καταβασμός, , Αττ. αντί καταβαθμός.
καταβᾰτέον, ρημ. επίθ. του καταβαίνω· I. αυτό που πρέπει να κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ.
κατᾰ-βαΰζω, μέλ. -ξω, γαβγίζω εναντίον, τινός, σε Ανθ.
κατα-βεβαιόομαι, αποθ., διαβεβαιώνω ισχυρά, σε Πλούτ.
καταβείομεν, Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.
καταβήσομαι, μέλ. του καταβαίνω.
κατα-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. εξαναγκάζω, σε Θουκ. II. Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.