Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡμέρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡμέρα, Ιων. ἡμέρη, Δωρ. ἁμέρα, , I. 1. ημέρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· φράσεις που σημαίνουν το χάραμα, το ξημέρωμα· ἅμα ἡμέρᾳ ή ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, σε Ξεν.· ἡμέρα διαλάμπει ή ἐκλάμπει, σε Αριστοφ.· ἡμέρα ὑποφαίνεται, σε Ξεν.· γίγνεται ή ἐστὶ πρὸς ἡμέραν, στον ίδ. 2. σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με επίθ. για να περιγράψει περίοδο χρόνου ή της ζωής· ἐπίπονος ἡμέρα, ζωή γεμάτη αθλιότητα, σε Σοφ.· λυπρὰν ἄγειν ἡμέραν, σε Ευρ.· αἱ μακραὶ ἡμέραι, η διάρκεια των ημερών, σε Σοφ.· νέα ἡμέρα, η νεότητα, τα νιάτα, σε Ευρ. 3. ποιητ. αντί του χρόνου· ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια, σε Σοφ. II. απόλ. χρήσεις· 1. στη γεν., τριῶν ἡμερέων, μέσα σε διάστημα τριών ημερών, σε Ηρόδ.· ἡμερῶν ὀλίγων, μέσα σε λίγες ημέρες, σε Θουκ.· επίσης, ἡμέρας, σε καιρό ημέρας, σε Πλάτ.· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δύο φορές κάθε μέρα, σε Ηρόδ. 2. στη δοτ., τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, σε αυτή την ημέρα, σε Σοφ.· ομοίως, τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, στον ίδ. 3. στην αιτ., πᾶσαν ἡμέραν, όλη την ημέρα, σε Ηρόδ.· τρίτην ἡμέραν ἥκων, τρεις ημέρες μετά την άφιξη κάποιου, σε Θουκ.· τὰς ἡμέρας, στη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν. III. με πρόθ., ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, κάθε μέρα, σε Ηρόδ.· δι' ἡμέρης, σε Αττ. -ρας, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, στον ίδ.· διὰ τρίτης ἡμέρας, κάθε τρίτη μέρα, Λατ. tertio quoque die, στον ίδ.· δι' ἡμερῶν πολλῶν, στο μεσοδιάστημα πολλών ημερών, σε Θουκ.· ἐξἡμέρας, στο διάστημα της ημέρας, σε Σοφ.· ἐφ' ἡμέραν, επαρκής για την ημέρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά τοὐφ'ἡμέραν, μέρα με τη μέρα, από μέρα σε μέρα, σε Ευρ.· καθ'ἡμέραν, με τη μέρα, στο διάστημα της ημέρας, σε Αισχύλ.· αλλά με κοινή σημασία· μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ καθ' ἡμέραν, απόλ., κάθε μέρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεθ' ἡμέραν, το μεσημέρι, σε Ηρόδ. κ.λπ.