Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλλίπαις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καλλί-παις, -παιδος, , , I. αυτός που έχει ωραία παιδιά, αυτός που έχει την ευτυχία της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ. II. όμορφος, ευγενικός απόγονος, σε Ευρ.· βλ. καλλι-.