LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καλλι-"
- καλλι-, 1. αʹ συνθ. πολλών σύνθετων λέξεων, όπου η έννοια του ωραίου προστίθεται στην κύρια ή απλή έννοια του πράγματος· το καλο- είναι μεταγεν. και λιγότερο συνηθισμένο. 2. μερικές φορές ως απλό επίθ. μαζί με ουσ., όπως στο καλλίπαις = καλὴ παῖς.