Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θής"

Βρέθηκαν 17 λήμματα [1 - 17]
θής, θητός, , I. 1. χωρικός, εργάτης ή δουλοπάροικος, επιφορτισμένος με την καλλιέργεια των αγρών του κυρίου του, Λατ. ascriptus glebae, αντίθ. προς τον απλό δούλο, θῆτές τε δμῶές τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μισθωμένος υπηρέτης, εργάτης της γης ή διαχειριστής κτήματος, Λατ. villicus, σε Ησίοδ., Πλάτ. 2. στην Αθήνα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, οι θῆτες ήταν η τέταρτη τάξη (οι άλλες τρεις ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, ἱππεῖς, ζευγίται), που περιελάμβανε όλους όσους είχαν κτηματική περιουσία που δεν ξεπερνούσε τους 150 μεδίμνους, σε Πλούτ.· όσοι ανήκαν σ' αυτήν την τάξη προσλαμβάνονταν ως ελαφρά οπλισμένοι και ναύτες. II. 1. θηλ. θῆσσα, νεοτ. Αττ. θῆττα, , φτωχή κοπέλα, αναγκασμένη να εργάζεται επί μισθώ, σε Πλούτ. 2. ως επίθ., θῆσσα τράπεζα, δουλικός, λιτός ναύλος, σε Ευρ. (από √ΘΕ του τίθημι, άποικος, μετανάστης).
θῆσαι, απαρ. αορ. αʹ του *θάω, ρουφώ, θηλάζω· θήσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.
θησαυρίζω (θησαυρός), μέλ. -σω, αποθηκεύω ή θησαυρίζω, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.
θησαύρισμα, -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, θησαυρός, σε Σοφ., Ευρ.
θησαυρισμός, , θησαύρισμα, αποταμίευση, σε Αριστ.
θησαυρο-ποιός, -όν (ποιέω), αυτός που θησαυρίζει, σε Πλάτ.
θησαυρός, (από √ΘΕ του τίθημι), I. αυτό που έχει αποθηκευθεί, θησαυρός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., θησαυρὸς ὕμνων, σε Πίνδ.· Διὸς θησαυρός, λέγεται για τη φωτιά, σε Ευρ.· οἰωνοῖς γλυκὺς θησαυρός, λέγεται για νεκρό σώμα, σε Σοφ. II. αποθήκη, θησαυροφυλάκιο, σε Ηρόδ.· το θησαυροφυλάκιο ναού, στον ίδ., Ξεν. 2. δοχείο πολύτιμων αντικειμένων, κασετίνα, μπαούλο, σε Ηρόδ.· θησαυρὸς βελέεσσιν, λέγεται για φαρέτρα, σε Αισχύλ.
Θησεῖδαι, οἱ, οι γιοι του Θησέα, δηλ. οι Αθηναίοι, σε Σοφ.
Θησεῖον, τό, I. το ιερό του Θησέα, καταφύγιο εγκληματιών και δραπετών δούλων σε Αριστοφ. II. τὰ Θησεῖα (ενν. ἱερά), η γιορτή προς τιμήν του Θησέα, στον ίδ.
θησεῖς, Δωρ. βʹ ενικ. μέλ. του τίθημι.
θησέμεναι, Δωρ. αντί θήσειν, απαρ. μέλ. του τίθημι.
θησεύμεθα, Δωρ. αντί θησόμεθα, αʹ πληθ. Μέσ. μέλ. του τίθημι.
Θησεύς, , γεν. -έως, ο Θησέας, περίφημος μυθικός ήρωας της Αθήνας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. (από √ΘΕ του τίθημι, ο Άποικος, ο Μετανάστης· πρβλ. θής).
Θησηΐς, -ΐδος, I. συνηρ. Θησῇς, -ῆδος, θηλ. του Θήσειος, για το Θησέα, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., η «Θησηίδα», ποίημα που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ. 2. ονομασία τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
θῆσθαι, απαρ. Παθ. ενεστ. του *θάω, βυζαίνω, θηλάζω.
θῆσσα, I. θηλ. του θής, βλ. αυτ. II. Ελλην. τύπος του Λατ. thensa, ιερό αμάξι, σε Πλούτ.
θήσω, μέλ. του τίθημι, Δωρ. θησῶ.