Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θής, θητός, , I. 1. χωρικός, εργάτης ή δουλοπάροικος, επιφορτισμένος με την καλλιέργεια των αγρών του κυρίου του, Λατ. ascriptus glebae, αντίθ. προς τον απλό δούλο, θῆτές τε δμῶές τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μισθωμένος υπηρέτης, εργάτης της γης ή διαχειριστής κτήματος, Λατ. villicus, σε Ησίοδ., Πλάτ. 2. στην Αθήνα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, οι θῆτες ήταν η τέταρτη τάξη (οι άλλες τρεις ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, ἱππεῖς, ζευγίται), που περιελάμβανε όλους όσους είχαν κτηματική περιουσία που δεν ξεπερνούσε τους 150 μεδίμνους, σε Πλούτ.· όσοι ανήκαν σ' αυτήν την τάξη προσλαμβάνονταν ως ελαφρά οπλισμένοι και ναύτες. II. 1. θηλ. θῆσσα, νεοτ. Αττ. θῆττα, , φτωχή κοπέλα, αναγκασμένη να εργάζεται επί μισθώ, σε Πλούτ. 2. ως επίθ., θῆσσα τράπεζα, δουλικός, λιτός ναύλος, σε Ευρ. (από √ΘΕ του τίθημι, άποικος, μετανάστης).