Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θήρ"

Βρέθηκαν 42 λήμματα [1 - 20]
θήρ, θηρός, Επικ. δοτ. πληθ. θήρεσσι, · 1. άγριο κτήνος, θηρίο σαρκοβόρο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ενωμένο με το λέων, σε Ευρ.· μαζί με το λέαινα, σε Ανθ. Π.· επίσης, λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ.· στον πληθ., ζώα, θηρία, αντίθ. προς τα πουλιά και τα ψάρια, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ. 2. λέγεται για κάθε ζώο, όπως για τα πουλιά, σε Αριστοφ., κ.λπ. 3. λέγεται για κάθε μυθικό τέρας, όπως η Σφίγγα, σε Αισχύλ.· ιδίως ο κένταυρος, σε Σοφ. (πρβλ. Φήρ)· ο σάτυρος, σε Ευρ.
θήρα, Ιων. θήρη, , I. 1. κυνήγι άγριων ζώων, θήρευση, σε Όμηρ., Ηρόδ., κ.λπ. 2. μεταφ., επισταμένη επιδίωξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· II. τα ζώα που θηρεύονται, λεία, θήραμα, κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., ὦ πταναὶ θῆραι, λέγεται για τα πουλιά, σε Σοφ.
θηρ-αγρέτης, -ου, (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.
θήρᾱμα, -ατος, τό (θηράω), αυτό το οποίο θηρεύεται ή πιάνεται, λεία, κυνήγι, θήραμα, σε Ευρ., Ανθ. Π.
θηράσιμος[ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
θηρᾱτέος, , -ον, I. ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κυνηγηθεί, να επιδιωχθεί με ζήλο, σε Σοφ., Ξεν. II. θηρατέον, αυτό που πρέπει κάποιος να καταδιώξει, σε Ξεν.
θηρᾱτήρ, Ιων. -ητήρ, -ῆρος, (θηράω), κυνηγός, θηρευτής, σε Ομήρ. Ιλ.
θηρᾱτής, -οῦ, , = θηρευτικός· μεταφ., τὰ θηρατὰ τῶν φίλων, τεχνάσματα μέσω των οποίων κάποιος κερδίζει φίλους, σε Ξεν.
θήρᾱτρον, τό, όργανο κυνηγιού, δίχτυ, παγίδα, σε Ξεν.
θηράτωρ, Ιων. -ήτωρ, -ορος, , = θηρατήρ, σε Ομήρ. Ιλ.
θηράω, μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἐθήρᾱσα, παρακ. τεθήρᾱκα· Μέσ., μέλ. θηράσομαι, αόρ. αʹ ἐθηρᾱσάμην· Παθ., αόρ. αʹ ἐθηράθην [ᾱ] (θῆραI. 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, σε Σοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, αιχμαλωτίζω, φυλακίζω, σε Ξεν.· μεταφ., δελεάζω, σαγηνεύω, θέλγω, στον ίδ.· θηράω πόλιν, επιδιώκω να την καταστρέψω, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. venari, επιδιώκω κάποιο πράγμα, το επιζητώ με ζήλο, σε Τραγ.· με απαρ., ζητώ ή προσπαθώ να κάνω κάτι, σε Ευρ.· και στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ. II. 1. Μέσ. περίπου όμοια με την Ενεργ., θηρεύω, αλιεύω, ἐγχέλεις, σε Αριστοφ.· απόλ., οἱ θηρώμενοι, οι κυνηγοί, σε Ξεν. 2. μεταφ., κυνηγώ, καταδιώκω, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ. III. Παθ., καταδιώκομαι, επιδιώκομαι, σε Αισχύλ., κ.λπ.
θῆρε, δυικ. αντί θήρ.
θήρειος, -ον, και , -ον (θήρ), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· θήρειον γραφήν, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· θήρειος δάκος = θήρ, σε Ευρ.· θηρεία βία, περιφρ. αντί ὁ θήρ, ο κένταυρος, σε Σοφ.· θήρεια κρέα, κυνήγι, λεία, σε Ξεν.
θήρευμα, -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.
θήρευσις, εως, (θηρεύω), κυνήγι, θήρα, σε Πλάτ.
θηρευτής, -οῦ, (θηρεύω) = θηρατής, κυνηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· κυσὶ θηρευτῇσι, στο ίδ.· επίσης λέγεται για τον ψαρά, σε Ηρόδ.
θηρευτικός, , -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για κυνήγι· κύνεςθηρευτικοί, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· βίος θηρευτικός, η ζωή των κυνηγών, σε Αριστ.
θηρευτός, , -όν, = θηρατός, σε Αριστ.
θηρεύω, μέλ. -σω, Παθ., αόρ. αʹ ἐθηρεύθην· I. όπως το θηράω, κυνηγώ, βγαίνω σε κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. II. 1. με αιτ., συλλαμβάνω, καταδιώκω, κυνηγώ, στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, καταδιώκω, σε Ηρόδ.· συλλαμβάνω με ενέδρα, ενεδρεύω, παραμονεύω, σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., επιδιώκω, επιζητώ, στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.
θηρητήρ, -ήτωρ, Ιων. αντί θηρᾱτήρ, -άτωρ.