LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Φήρ"
- φήρ, ὁ, γεν. φηρός, Αιολ. αντί θήρ, Λατ. fera, σε Πίνδ.· πληθ. φῆρες, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.