LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δρᾶμα"
- δρᾶμα, -ατος, τό (δράω),· I. έργο, πράξη, σε Αισχύλ., Πλάτ. II. πράξη που αναπαρίσταται στη σκηνή, δράμα, τραγωδία, σε Αριστοφ.· δρ. διδάσκειν· παράσταση δράματος, βλ. διδάσκω II· μεταφ., κάθε είδους δραματική ενέργεια, υπόκριση, αναπαράσταση, σε Πλάτ.
- δρᾱμάτιον, τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.
- δρᾱμᾰτουργία, ἡ, δραματική σύνθεση, ποίηση, δράμα, σε Λουκ.
- δρᾱμᾰτ-ουργός, -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.