Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δρᾶμα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δρᾶμα, -ατος, τό (δράω),· I. έργο, πράξη, σε Αισχύλ., Πλάτ. II. πράξη που αναπαρίσταται στη σκηνή, δράμα, τραγωδία, σε Αριστοφ.· δρ. διδάσκειν· παράσταση δράματος, βλ. διδάσκω II· μεταφ., κάθε είδους δραματική ενέργεια, υπόκριση, αναπαράσταση, σε Πλάτ.
δρᾱμάτιον, τό, υποκορ. του δράματος, σε Πλούτ.
δρᾱμᾰτουργία, , δραματική σύνθεση, ποίηση, δράμα, σε Λουκ.
δρᾱμᾰτ-ουργός, -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.