Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διδάσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δῐ-δάσκω, Επικ. απαρ. -έμεναι, -έμεν, μέλ. διδάξω, αόρ. αʹ ἐδίδαξα, ποιητ. ἐδιδάσκησα, παρακ. δεδίδᾰχαΜέσ. μέλ. διδάξομαι, αόρ. αʹ ἐδιδαξάμηνΠαθ. μέλ. διδαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδιδάχθην, παρακ. δεδίδαγμαι (αναδιπλ. τύπος του δάω, με Ενεργ. σημασία)· I. εκπαιδεύω (δηλ. καθοδηγώ) έναν άνθρωπο ή του διδάσκω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν, σε δίδαξαν ιππασία, σε Ομήρ. Ιλ.· διδάσκω σε κάποιον ένα πράγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινὰ περί τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διδάσκω σε κάποιον να είναι έτσι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μόνο, δίδαξε βάλλειν, του έμαθαν τη χρήση του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με το απαρ. να παραλείπεται, διδάσκειν τινὰ ἱππέα (ενν. εἶναι), εκπαιδεύω κάποιον ως καβαλάρη, σε Πλάτ.· ομοίως, δ. τινὰ σοφόν, κακόν, σε Ευρ.Μέσ., διδάσκομαι, μαθαίνω, σε Σοφ.· όμως η συνήθης σημασία της Μέσ., εκπαιδεύω κάποιον άλλο, λέγεται για έναν πατέρα που εκπαιδεύει τον γιο του, σε Πλάτ. κ.λπ.Παθ., διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι, με γεν., διδασκόμενος πολέμοιο, εκπαιδευμένος στον πόλεμο, εμπειροπόλεμος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., δεδιδαγμένος εἶναι, σε Ηρόδ.· διδάσκεται λέγειν ἀκοῦσαί θ', σε Ευρ. II. το διδάσκειν χρησιμοποιείται για τους δραματικούς ποιητές, οι οποίοι αρχικά δίδασκαν στους υποκριτές τα λόγια τους, σε Ηρόδ., Αττ.