Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διπλόος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-πλόος, , -ον, συνηρ. διπλοῦς, -ῆ, -οῦν, (δίς, πρβλ. ἁπλόος),· I. δύο ειδών, διπλός, Λατ. duplex, λέγεται για μανδύα, σε Όμηρ.· ὅθι διπλόος ἤντετο θώρηξ, εκεί οπού ο θώρακας συναντιέται με (τη ζώνη), με αποτέλεσμα να γίνεται διπλός, σε Ομήρ. Ιλ.· παῖσον διπλῆν (ενν. πληγήν), σε Σοφ.· διπλῆ ἄκανθα, ράχη κυρτωμένη από την ηλικία, απ' τα γηρατειά, σε Ευρ.· διπλῇ χερί, με αμοιβαία σφαγή, σε Σοφ. II. στον πληθ., = δύο, σε Αισχύλ., Σοφ. III. διπρόσωπος, δόλιος, μοχθηρός, απατηλός, σε Πλάτ., Ξεν.