Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁπλόος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἁπλόος, , -ον, συνηρ. ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν (από ἅμα, όπως το Λατ. simplex από simul, αντίθ. προς το διπλόος, Λατ. duplex, ο διπλός). I. μονός, σε Σοφ., Θουκ. II. απλός, φυσικός, άδολος, εύληπτος, ειλικρινής, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, απλοϊκός, ευήθης, ανόητος, σε Ισοκρ. III. 1. απλός, αντίθ. προς το μεικτός, σε Πλάτ.· ἁπλῆ δημοκρατία, αμιγής, άκρατη δημοκρατία, στον ίδ. 2. απλός, απολύτως αληθής, στον ίδ. IV. επίρρ., ἁπλῶς, βλ. αυτ. V. Συγκρ. και υπερθ. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, στον ίδ.
ἄ-πλοος, -ον, συνηρ. ἄ-πλους, -ουν (πλέωI. Ενεργ., λέγεται για πλοία, αυτός που δεν πλέει, που είναι ακατάλληλος για πλεύση, που δεν είναι σε θέση να ταξιδέψει, σε Θουκ.· συγκρ. ἀπλοώτεραι νῆες, πλοία λιγότερο κατάλληλα για πλεύση, στον ίδ. II. Παθ., λέγεται για τη θάλασσα, η θάλασσα την οποία δεν μπορεί κάποιος να διαπλεύσει, απρόσφορη για ναυσιπλοΐα, σε Δημ.