Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γεννάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γεννάω (γέννα), μέλ. -ήσω, 1. Ενεργ. του γίγνομαι (πρβλ. γείνομαι II), λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, σε Αισχύλ., Σοφ.· σπάνια χρησιμ. για τη μητέρα, τίκτω, γεννώ, σε Αισχύλ.· οἱ γεννήσαντες, οι γονείς, σε Ξεν.· τὸ γεννώμενον, το τέκνο, σε Ηρόδ.· όπως το φύω I. 2., όπως: κἂν σῶμα γεννήσῃ μέγα, ακόμα κι αν μεγαλώσει, αποκτήσει μεγάλο σώμα, δηλ. ακόμα κι αν έχει γιγάντεια κορμοστασιά, σε Σοφ. 2. μεταφ., παράγω, δίνω αρχή σε κάτι,σε Πλάτ.