Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γείνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γείνομαι (από άχρηστο Ενεργ. *γείνω = γεννάω) I. ως Παθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., γεννιέμαι, όπως το γίγνομαι· γεινομένῳ, κατά τη γέννηση κάποιου, σε Όμηρ.· αʹ πληθ. Επικ. παρατ. γεινόμεθα, σε Ομήρ. Ιλ. II. σύνηθες στον Μέσ. αόρ. αʹ ἐγεινάμην, Επικ. βʹ ενικ. γείνεαι (αντί γείνῃ), 1. λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, στο ίδ., σε Τραγ.· επίσης, χρησιμοποιείται για τη μητέρα, γεννώ, παράγω καρπούς, σε Όμηρ.· ἡ γειναμένη, η μητέρα, σε Ηρόδ., Ευρ.· οἱ γεινάμενοι, οι γονείς, οι γεννήτορες, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για το Δία, ζωοποιώ, δίνω ζωή στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.