Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βόειος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βόειος, , -ον Ιων. βόεος, , -ον (βοῦς), I. αυτός που ανήκει σε βόδι ή βόδια, ιδίως αυτός που προέρχεται από δέρμα βοδιού, σε Όμηρ.· βόεα κρέα, σε Ηρόδ.· γάλα βόειον, το γάλα της αγελάδας, σε Ευρ.· μεταφ., βόεια ῥήματα, «μεγάλα και παχιά» λόγια (πρβλ. βούπαις κ.λπ.), σε Αριστοφ. II.=βοείη ή βοέη (ενν. δορή), , προβιά βοδιού, ασπίδα φτιαγμένη από τομάρι βοδιού, σε Όμηρ.· γεν. πληθ., βοῶν· συνηρ. αντί βοέων, σε Ομήρ. Ιλ.