Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βούπαις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βού-παις, -αιδος, (βου-, παῖς), I. μεγάλο παιδί, σε Αριστοφ. II. (βοῦς, παῖς), παιδί του βοδιού (το μοσχάρι)· λέγεται για τις μέλισσες, με υπαινιγμό στη μυθολογούμενη καταγωγή τους, σε Ανθ.