LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἶνος"
- αἶνος, ὁ, παλαιά ποιητ. και Ιων. λέξη (πρβλ. αἰνέω)· I. = μῦθος, μύθος, ιστορία, διήγημα, σε Ομήρ. Οδ.· αἰνεῖν αἶνον, διηγούμαι μια ιστορία, σε Αισχύλ., Σοφ.· γενικά, ρήση, παροιμία, σε Θεόκρ. II. = Αττ. ἔπαινος, εξύμνηση, σε Όμηρ., Τραγ.
- αἰνός, -ή, -όν, ποιητ. και Ιων. λέξη I. = δεινός, φοβερός, τρομερός, σκληρός, φρικτός, τρομακτικός, σε Όμηρ.· αἰνότατε Κρονίδη, φοβερότατε γιε του Κρόνου, σε Ομήρ. Ιλ. II. επίρρ. -νῶς, φοβερά, δηλ. παράδοξα, καθ' υπερβολήν, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης αἰνά, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. -ότατον, στο ίδ.