Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰνέω, παρατ. ᾔνουν, Ιων. αἴνεον, μέλ. αἰνήσω, Αττ. αἰνέσω· αόρ. αʹ ᾔνησα, Αττ. ᾔνεσα, Ιων. αἴνεσα· παρακ. ᾔνεκαΜέσ., μέλ. αἰνέσομαιΠαθ., αόρ. αʹ ᾐνέθην, παρακ. ᾔνημαι. Ποιητ. και Ιων. ρήμα· το ἐπαινέω χρησιμ. αντί αυτού στον Αττ. πεζό λόγο· I. κυρίως, λέω ή μιλώ για κάτι (πρβλ. αἶνος), σε Αισχύλ. II. 1. συνήθως γενικά, μιλώ επαινετικά, εξυμνώ, επαινώ, επιδοκιμάζω, Λατ. laudo, με αιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. επιτρέπω, συνιστώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., συνιστώ σε κάποιον να κάνει κάτι, τον παροτρύνω, σε Αισχύλ.· επίσης με μτχ.· αἰνεῖν ἰόντα, επιδοκιμάζω, επικροτώ το να πάει κάποιος, στον ίδ. 3. όπως το ἀγαπάω, είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, στέργω, συναινώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου, συγκατανεύω, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ., είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με κάτι, δίνω τη συγκατάθεσή μου σε κάτι, δέχομαι· γάμον, σε Πίνδ. κ.λπ.· θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι, σε Ευρ. 4. αρνούμαι ευγενικά, σε Ησίοδ.· III. υπόσχομαι ή δηλώνω, τάζω, ορκίζομαι· τί τινι ή τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ευρ.