LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄφις"
- ὄφις, ὁ, γεν. ὄφεως, ποιητ. επίσης ὄφεος, Δωρ. και Ιων. ὄφιος· ερπετό, φίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πτηνὸν ὄφιν, λέγεται για βέλος, σε Αισχύλ. [Η πρώτη συλλαβή μερικές φορές γινόταν μακρά, όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) ὄπφις, βλ. ὀχέω].